- δενδρύφιον
- δενδρύφιον, το (Α)1. μικρό δένδρο2. παιχνίδι (αντικείμενο με το οποίο παίζει κανείς) με μορφή δένδρου3. μεγάλο θαλάσσιο φυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του τ. δένδρον* με άγνωστου σχηματισμού υποκοριστική κατάληξη -ύφιον. Πιθανή αλλ' αναπόδεικτη είναι η άποψη ότι ανάγεται σε θ. δενδρu- (με ημίφωνο u / υπρβλ. ζωu, ζωύ-φιον) και ότι συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «δενδρυάζωτο καταδύνειν και κρύπτεσθαι, κυρίως εις τας δρυς, καταχρηστικώς δε και επί τού απλού δύνειν και κρύπτειν»).
Dictionary of Greek. 2013.