δενδρύφιον

δενδρύφιον
δενδρύφιον, το (Α)
1. μικρό δένδρο
2. παιχνίδι (αντικείμενο με το οποίο παίζει κανείς) με μορφή δένδρου
3. μεγάλο θαλάσσιο φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του τ. δένδρον* με άγνωστου σχηματισμού υποκοριστική κατάληξη -ύφιον. Πιθανή αλλ' αναπόδεικτη είναι η άποψη ότι ανάγεται σε θ. δενδρu- (με ημίφωνο u / υ
πρβλ. ζωu, ζωύ-φιον) και ότι συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «δενδρυάζω
το καταδύνειν και κρύπτεσθαι, κυρίως εις τας δρυς, καταχρηστικώς δε και επί τού απλού δύνειν και κρύπτειν»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δενδρύφιον — toy tree neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρυφίων — δενδρύφιον toy tree neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρύφια — δενδρύφιον toy tree neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • δενδρύφι' — δενδρύφια , δενδρύφιον toy tree neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • deru-, dō̆ ru-, dr(e)u-, drou-; dreu̯ǝ- : drū- —     deru , dō̆ ru , dr(e)u , drou ; dreu̯ǝ : drū     English meaning: tree     Deutsche Übersetzung: “Baum”, probably originally and actually “Eiche”     Note: see to the precise definition Osthoff Par. I 169 f., Hoops Waldb. 117 f.; in addition… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”